-
1 застыть
-ыну, -ынешь, προστκ. застынь μτχ. παρλθ. χρ. застывшийρ.σ.1. πήζω, παγώνω" сало -ло το λίπος έπηξε•кровь -ла το αίμα πάγωσε.
2. παγώνω, κρουσταλλιάζω.3. κρυώνω πολύ, ξεπαγιάζω. || πεθαίνω από το κρύο.Ί• (για πτώμα) ξυλιάζω, κοκκαλιάζω.5. μαργώνω, ναρκώνομαι από το κρύο, μουδιάζω.εκφρ.застыть от ужаса – παγώνω από τη φρίκη•застыть от удивления – μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος•застыть от восхишения – μένω έκθαμβος, άναυδος, με ανοιχτό το στόμα.